ἀλετρίδα

ἀλετρίδα
ἀλετρίς
female slave who grinds corn
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αλετρίδα — (aletris). Γένος μικρών, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών, ιθαγενών της ανατολικής Ασίας και της Β Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι λεπτά, λογχοειδή, όπως αυτά των αγρωστωδών, και σχηματίζουν ρόδακα. Έχουν άνθη μικρά σε… …   Dictionary of Greek

  • αλέτρι — Βλ. λ. άροτρο. * * * το 1. γεωργικό εργαλείο για την καλλιέργεια τής γης, το άροτρο* 2. το μέρος τού αλετριού που αποτελεί τη βάση τού εργαλείου αυτού, στο άκρο τού οποίου εφαρμόζεται το υνί (αλετροπόδι) 3. αλέτρισμα, όργωμα 4. ο αστερισμός τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”